- κυητήριος
- κυ-ητήριος, α, ον,A aiding conception,
πρόσθετον κ. Hp.Nat.Mul.109
: as Subst. κυητήριον, τό, Id.Mul.1.75, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσθετον κ. Hp.Nat.Mul.109
: as Subst. κυητήριον, τό, Id.Mul.1.75, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυητήριος — κυητήριος, ία, ον (Α) [κυώ] αυτός που συντελεί στη σύλληψη … Dictionary of Greek
κυητήριον — κυητήριος aiding conception masc acc sg κυητήριος aiding conception neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον … Dictionary of Greek